λακτούκη

λακτούκη
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που σημαντικότερο είδος του είναι το μαρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lactuca < λατ. lactuca «μαρούλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λακτούκη η εδώδιμη — (Lactuca sativa). Είδος λαχανικού της οικογένειας compositae, γνωστό με την κοινή ονομασία μαρούλι. Βλ. λ. μαρούλι …   Dictionary of Greek

  • ζοχάδι — και ζοχάρι, το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού λακτούκη η δηλητηριώδης …   Dictionary of Greek

  • μαρούλι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Lactuca sativa. Φέρει πολυάριθμα πλατιά ωοειδή φύλλα, τα κατώτερα από τα οποία σχηματίζουν παράρριζο ρόδακα, ενώ τα ανώτερα είναι πυκνά διατεταγμένα γύρω… …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”